- αφορολόγητο
- vergi bağışıklığı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
αφορολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φορολογήθηκε: Φέτος το εισόδημά μου ήταν μικρό και έμεινε αφορολόγητο. 2. αυτός που δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει φόρο, ατελής: Ορισμένα είδη εισάγονται στη χώρα μας αφορολόγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)